- ψίδιασμα
- το, Ν [ψιδιάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιδιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψίδιασμα — το, ατος αντικατάσταση των φθαρμένων ψιδιών με καινούργια: Τα παπούτσια σου θέλουν ψίδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)